- πφένιχ
- το, Ν(νόμισμ.) νομισματική μονάδα τής Γερμανίας, ίση προς το ένα εκατοστό τού μάρκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Pfenning].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάρκο — (Mark). Πρώην νομισματική μονάδα της Γερμανίας, η οποία απέκτησε την ονομασία της από μία σκανδιναβική μονάδα βάρους για πολύτιμα μέταλλα. Στο παρελθόν κυκλοφορούσαν ευρύτατα το μ. της Κολωνίας ή αυτοκρατορικό, το μ. της Ρώμης ή παπικό, το μ. του … Dictionary of Greek